δάφνινος

δάφνινος
-η, -ο (AM δάφνινος, -η, -ον) [δάφνη]
1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ»)
2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το
χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο,  φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάφνινος — made of bay masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνων — δάφνινος made of bay fem gen pl δάφνινος made of bay masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνινον — δάφνινος made of bay masc acc sg δάφνινος made of bay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνη — δάφνινος made of bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνην — δάφνινος made of bay fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνης — δάφνινος made of bay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνοις — δάφνινος made of bay masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνου — δάφνινος made of bay masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίνῃ — δάφνινος made of bay fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”